Γιατί μαλώνουμε με τα παιδιά μας;

malwnoume-alla-paidiaπ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

                Ο έφηβος αναζητεί τον δικό του ρόλο στη ζωή, την ταυτότητά του. Για να το πετύχει χρειάζεται να διαφοροποιηθεί από τους μεγαλυτέρους. Να δείξει ότι έχει άποψη, θέλημα, προσωπικότητα. Οι πρώτοι που καλούνται να αντιμετωπίσουν την κριτική του ή τον θυμό και τις εκρήξεις που μεταφράζονται σε ανυπακοή είναι οι γονείς. Σύνηθες φαινόμενο τα μαλώματα στο σπίτι. Οι γονείς είναι οι εκφραστές της φωνής της λογικής. Των αξιών. Της γνώσης και της εμπειρίας. Κάποτε όμως είναι και οι εκφραστές ενός πνεύματος εξουσίας και αυθεντίας. Ο έφηβος απεχθάνεται την εξουσία, όσο κι αν αισθάνεται ασφάλεια σ’ αυτήν. Διότι γνωρίζει ποια είναι τα όριά του. Όμως μέσα του αναζητεί την ελευθερία. Συνειδητοποιεί ότι αν δεν επαναστατήσει με τον τρόπο του, αν δεν αντισταθεί στην εξουσία, τότε δε θα μπορέσει να βρει το δικό του στίγμα.

                Η εφηβεία και η μετεφηβεία, τα χρόνια δηλαδή της φοιτητικής ζωής, αποτελούν για τους γονείς δοκιμασία στη σχέση με τα παιδιά τους.  Μπορεί να έχουν καταρρεύσει οι ιδεολογίες σήμερα, όμως οι έννοιες της σύγκρουσης, του πολέμου, που αυτές εμπερικλείανε, είναι ζωντανές. Έφηβοι και νέοι που δεν αντιπαρατίθενται στους γονείς τους, παραμένουν συνήθως εξαρτημένοι από αυτούς, και οικονομικά και ψυχολογικά. Μπορεί κάποιοι γονείς να θέλουν αυτή την εξάρτηση, είτε από ανασφάλεια και υπερπροστατευτικότητα, όπως βαφτίζουν την προβληματική αγάπη την οποία δείχνουν στα παιδιά τους, είτε επειδή όντως η εποχή μας γεννά μια ευθραυστότητα, ωστόσο αποτυπώνουν σ’ αυτή την στάση την αίσθηση ότι δεν τα εμπιστεύονται. Γι’ αυτό και η διαμάχη, αν αποτελέσει τη βάση για την απεξάρτηση των νεώτερων, μπορεί να είναι σημάδι υγείας.

                Οι έφηβοι και οι νέοι έχουν έλλειψη πάθους για ζωή σήμερα. Οι φιλονικίες με τους γονείς έχουν να κάνουν με τις επιδόσεις τους στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, με το ωράριο διασκέδασης, με τις παρέες τους. Σπανιότερα ξεκινούν από μία διαφορετική θέαση του κόσμου. Συνήθως οι νεώτεροι είναι απορροφημένοι στο εγώ τους. Καθρεφτίζονται στην εικονική πραγματικότητα του κινητού τηλεφώνου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, σε έναν κόσμο αδιαφορίας για τα συναισθήματα των άλλων και αυτό κάνει τους γονείς τους να τους χαρακτηρίζουν «αδιάφορους». Γι’ αυτό και οι καυγάδες είναι εντελώς ανούσιοι. Μπορεί να βγάζουν θυμό, γκρίνια, κατεβασμένο πρόσωπο. Ωστόσο δεν αποτελούν εφαλτήριο για μια αλλαγή νοοτροπίας στη ζωή των νεώτερων, ούτε βοηθούν τους μεγαλυτέρους να καταλάβουν ότι τα παιδιά τους μεγάλωσαν. 

Εδώ είναι το κλειδί. Οι μεγάλοι χρειάζεται να αποδεχτούν ότι δεν μεγαλώνουν παιδιά για να τα κρατήσουν για πάντα κοντά τους. Ούτε μπορούν να τα εξουσιάζουν, να ρυθμίζουν τη ζωή τους. Χρέος τους είναι να τους δίνουν τα εφόδια και τις αξίες και να τα προετοιμάζουν για την ελευθερία. Εκεί άλλωστε θα κριθεί και η προσωπικότητά τους. Όταν θα φύγουν από το σπίτι. Όταν θα κληθούν να χτίσουν τις δικές τους σχέσεις, τη δική τους πορεία. 

Η Εκκλησία ζητά από τους μεγαλύτερους να μιλούν στον Θεό για τα παιδιά τους. Χωρίς να πάψουν να έχουν συμβουλευτικό ρόλο, να εμπιστεύονται περισσότερο τον Θεό που γνωρίζει και αγαπά τον κάθε άνθρωπο. Και όσο κι αν υπάρχει ο φόβος, να είναι βέβαιοι ότι δεν τα αφήνουν μόνα τους! 

«Ορθόδοξη Αλήθεια»