Η πατρίδα στο σήμερα
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Χρειαζόμαστε άραγε σήμερα την πατρίδα; Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, για τους πολλούς πατρίδα είναι ο τόπος καταγωγής και ο τόπος διαβίωσης. Είναι ρομαντισμός, μία ιδέα η οποία συγκινεί μειοψηφίες. Οι έφηβοι και οι νέοι, ζώντας σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, θεωρούνε ότι η πατρίδα είναι μία περιθωριοποιημένη έννοια. Προϋποθέτει άλλωστε το «εμείς» και ζούμε σε έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί το «εγώ». Ο κόσμος της αποθέωσης της εικόνας, στην οποία νομίζουμε ότι βρίσκουμε νόημα με τα σχόλια των άλλων για το πρόσωπό μας, κι ένα σωρό απασχολήσεις δεν μας αφήνουν χρόνο για να είμαστε «εμείς». Το παρελθόν αντιμετωπίζεται ως κάτι πολύ μακρινό. Έτσι η έννοια «πατρίδα» έχει φτάσει τελικά να συμπίπτει με το «κράτος».
Κι όμως χρειαζόμαστε τον ρομαντισμό της πατρίδας. Χρειαζόμαστε την μνήμη των προσώπων εκείνων τα οποία έκριναν ότι αξίζει περισσότερο και από την ίδια τη ζωή τους να θυσιαστούν για τα «ιερά και τα όσια», δηλαδή για τον τόπο, την ιστορία, την μνήμη, τους άλλους, όπως αποτυπώνονται στην ταυτότητα του λαού μας. Στην αίσθηση του συλλογικού «εμείς», το οποίο αν πάψει να υφίσταται, θα αφήσει να ξεθωριάσει κάθε δεσμός που έχουμε οι άνθρωποι και με άλλες συλλογικότητες, όπως είναι η οικογένεια, το σχολείο, η θρησκευτικότητα. Χωρίς πατρίδα οι άνθρωποι δεν αισθανόμαστε ευθύνη για τους πολλούς, αλλά μόνο για τον εαυτό μας. Μια τέτοια νοοτροπία στην πράξη καθιστά τη ζωή επιβίωση. Ο άνθρωπος παύει να έχει προοπτική ένταξής του στην ιστορία. Θα είναι ένα άτομο το οποίο θα σβήνει και κανείς, αργά ή γρήγορα, δε θα το θυμάται, διότι ό,τι είναι εσωστρεφές και δεν παλεύει να αφήσει ίχνη για τους πολλούς, είναι καταδικασμένο στη διαγραφή από τον χρόνο.
Ίσως αναρωτηθούμε: όλοι όσοι πάλεψαν στα βουνά της Αλβανίας στον αγώνα του ’40 είναι γνωστοί σήμερα; Μας εμπνέουν; Τους θυμόμαστε; Προφανώς λίγους γνωρίζουμε με το όνομά τους. Όμως θυμόμαστε τη συλλογική τους αντίδραση εναντίον του εχθρού, ο οποίος δεν ήθελε μόνο να καταλάβει ένα έδαφος. Προσέβαλε την αξία της ελεύθερης ψυχής που χαρακτήριζε τον Έλληνα. Προσέβαλε την θρησκευτική του συνείδηση, τορπιλίζοντας την «Έλλη» το Δεκαπενταύγουστο του 1940 στην Τήνο. Προσέβαλε την επιθυμία του Έλληνα τα παιδιά του να ορίζουν τον εαυτό τους, ακόμη και το δικαίωμα να κάνουν λάθη. Την παράδοση του Έλληνα να παλεύει εναντίον των ισχυρών και «να μένει και μαγιά». Την αντίληψη της δικαιοσύνης που έχουμε.
Αυτή τη συλλογική αίσθηση και αντίδραση καλούμαστε όλοι μας, μικρότεροι και μεγαλύτεροι, να θυμηθούμε, να ζήσουμε και να μεταδώσουμε. Την οδό του «εμείς». Μέσα από την οικογένεια, τη σχολική τάξη, την Εκκλησία, κάθε συλλογική δραστηριότητα, ακόμη και τον αθλητισμό. Όχι με ευχολόγια, αλλά με βάση την μνήμη και την παράδοση, που ξεκινούν από τη γνώση της ιστορίας, της θρησκευτικής πίστης, της γλώσσας, του πολιτισμού μας, που καλλιεργούν συνειδήσεις. Μπορούμε να κρατήσουμε ό,τι μας συνέχει ως κοινωνία, που είναι ο πατριωτισμός, και να διαλεχθούμε με το σήμερα. Κρίνοντάς το, δεχόμενοι ό,τι αξίζει και παλεύοντας εναντίον τού ό,τι μας αλλοτριώνει. Αυτό είναι το αληθινό μας χρέος!
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ορθόδοξη Αλήθεια» στο φύλλο της Τετάρτης 26 Οκτωβρίου 2016