Τα όρια μας

studentsandteacherinclassroom

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«Δεν με λυπάσαι, μαμά; Γιατί με βασανίζεις βάζοντάς με να γράφω, ενώ θέλω να παίξω;». Μ’ αυτή τη χαριτωμένη φράση η μικρή Φ., μαθήτρια της Α’ Δημοτικού, παραπονέθηκε στην μητέρα της που επέβλεπε την αντιγραφή για το σχολείο. Τα μάτια της Φ. γεμάτα δάκρυα. Κι η μάνα έτοιμη να κλάψει κι αυτή, που το βλαστάρι της υπέφερε. Ευτυχώς δεν υπέκυψε. Έτσι η μικρή τελείωσε την εργασία της και μαζί στέρεψαν τα δάκρυα. Την επομένη πάλι.
Το περιστατικό αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη σχολική προσαρμογή. Είναι ένα σημάδι του πόσο δύσκολο είναι για τον άνθρωπο, από την μικρή ηλικία, να μπει στη λογική των ορίων, της πειθαρχίας, της εργατικότητας που του στερεί την ομορφιά της ευκολίας, του παιχνιδιού, του «εδώ και τώρα», σε σχέση με τα όσα καλείται να κατορθώσει στο μέλλον. Γιατί αυτό είναι το νόημα των ορίων. Τα βάζουμε στην προοπτική του μέλλοντος. Η πειθαρχία, η εργασία, ο περιορισμός των δικαιωμάτων και της απόλυτης ελευθερίας μας δεν έχουν να κάνουν με μία τιμωρητική διάθεση, στερητική της χαράς, προερχόμενη από την κακοτροπιά των μεγαλυτέρων, των αυθεντιών που αρνούνται να δούνε τις ανάγκες του παρόντος, της στιγμής. Αυτός που γελά σήμερα και δεν εργάζεται για το αύριο, θα κλάψει πολύ περισσότερο τότε, διότι δε θα μπορεί να κατακτήσει το μέλλον του, ενώ δε θα ζει αληθινά, αλλά στην ψευδαίσθηση ότι θα συνεχίζει να έχει ό,τι θέλει και νομίζει ότι δικαιούται. Η ζωή μαρτυρεί το αντίθετο.
Αυτό συμβαίνει και στην ασκητική διάσταση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Όσοι θέλουμε να ακολουθήσουμε αυτή την οδό, εκπαιδευόμαστε στο να βάζουμε όρια στον εαυτό μας, από αγάπη για τον Θεό που ενηνθρώπησε για μας. Όπως στον αληθινό έρωτα αυτοπεριορίζεις τα δικαιώματα του «εγώ» σου χάριν του προσώπου του άλλου, έτσι και στη σχέση ανθρώπου και Θεού ο καθένας περιορίζει τα θέλω του χάριν του θελήματος του Θεού, χάριν δηλαδή της αγάπης. Νηστεύει όχι γιατί βλάπτεται από την τροφή, αλλά γιατί έτσι κατανοεί ότι «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος». Εγκρατεύεται, προσεύχεται, εκκλησιάζεται, μελετά τον λόγο του Θεού, όχι διότι ο Θεός το έχει ανάγκη, αλλά γιατί μόνο έτσι ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος διάθεσης του χρόνου, αυτός του ανοίγματος στον ουρανό. Ταυτόχρονα, θεάται τη ζωή με κριτήριο την αγάπη για τον άλλο διότι γνωρίζοντας τον Θεό, γνωρίζουμε τον εαυτό μας και ανοιγόμαστε στον πλησίον μας.
Το ίδιο συμβαίνει και με την απόφασή μας να συγχωρήσουμε αυτούς που μας δυσκολεύουν. Κατανοούμε τα όριά μας, ότι οι άλλοι δεν είναι όπως θέλουμε, όπως επίσης και ότι δε θα αποδεχτούν την αγάπη και τον τρόπο μας. Και διαλέγουμε, ακολουθώντας τον τρόπο του Θεού, να βαδίζουμε μαζί τους, να συν-χωρούμε και όχι να καθιστούμε τους εαυτούς μας κριτές τους, απορρίπτοντας και μισώντας τους.
Είναι δύσκολη η θέση ορίων. Χρειαζόμαστε οδηγούς. Η μικρή Φ. έχει τους γονείς της, το σχολείο, την παρέα της. Οι μεγαλύτεροι την Εκκλησία, αλλά και όσους μας αγαπούν αληθινά. Κάποτε και τους σταυρούς που επιτρέπει ο Θεός να βιώνουμε. Για να βλέπουμε ότι μέσα στα όρια μπορούμε να νικήσουμε τον μεγαλύτερο εχθρό μας: την αυτοθεοποίηση.

«Ορθόδοξη Αλήθεια»