«Τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων» ἀπό τίς ἐκδόσεις “Ἀρχονταρίκι”
Δημήτρης Μπαλτᾶς
Μιχάλης Λεβέντης, Τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων, Ἐκδόσεις Ἀρχονταρίκι, Ἀθήνα 2016, σελ. 133
Προλογίζοντας τό βιβλίο ἡ συγγραφέας Μάρω Βαμβουνάκη γράφει ὅτι «τό νά εἶναι σέ θέση κανείς νά βλέπει τά ὁρατά καί ‘’βλέπει’’ καί τά ἀόρατα εἶναι χάρισμα καί χάρις. Γιατί εἶναι τά ἀόρατα πού νοηματοδοτοῦν τά ὁρατά καί ἐξηγοῦν τό αἴνιγμα ὅπου σταματάει ἡ λογική τοῦ ἀνθρώπου» (σ. 9).
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά θυμίσω κατ’ ἀρχάς τήν διατύπωση τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως» ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ποιητής ὁρατῶν τε πάντων καί ἀοράτων». Αὐτό σημαίνει ὅτι εἶναι ὑπαρκτά ὄχι μόνον τά ὁρατά ἀλλά καί τά ἀόρατα. Βεβαίως, κατά κανόνα, ὁ ἄνθρωπος, τόσο ὁ πιστός ὅσο και ὁ μή πιστός, δέν ἔχει τό χάρισμα, ἤ καλύτερα τήν Χάρη, νά δεῖ τά ἀόρατα, πολύ δέ περισσότερο νά ἐκφράσει ὁτιδήποτε περί αὐτῶν. Ἔτσι τά ἀόρατα ἀνήκουν στόν χῶρο τοῦ Ἀρρήτου καί ὄχι τοῦ λογικά ἀποδείξιμου. Γράφει ὁ Μιχ. Λέβέντης: «Μέ τί ἄραγε ξεδιψᾶ καλύτερα ὁ ἄνθρωπος, μέ νερό ἤ μέ οὐρανό; Γύρω γύρω ὅλοι καί στή μέση τό Ἄρρητο» (σ. 53).
Ὅμως ἔχει ἐνδιαφέρον, καί ἴσως προκαλεῖ ὁρισμένη θλίψη, τό γεγονός ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν βλέπει ὄχι μόνον τά ἀόρατα ἀλλά καί τά ὁρατά, τά ὁποῖα θά ἔλεγε κανείς ὅτι θά ἦταν πιθανότερο νά τά δεῖ. Σέ ἕνα ἀπό τά ἀφηγήματα τοῦ βιβλίου ἡ ἀντικειμενικῶς ὁρατή εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου πού φωνάζει «πεινάω, πεινάω» καί ὅλοι τόν προσπερνοῦν «σάν νά μήν ὑπάρχει» (σ. 63, ἡ ἴδια διατύπωση στήν σ. 73), δείχνει ἀκριβῶς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀδυνατεῖ νά προσλάβει καί τό ὁρατό, ὄχι μόνον τό ἀόρατο.
Ἄς δοῦμε δι’ ὀλίγων καί τήν παρουσία τῶν ἀοράτων στήν ζωή μας. Γιά πολλούς ἀνθρώπους, καί κυρίως γιά τούς διακρινόμενους ἀπό σκεπτικισμό, τά ἀόρατα χαρακτηρίζονται ὡς «παράξενα, ἀπίστευτα, ἤ τῆς φαντασίας» (σ. 92). Ἄλλωστε εἶναι γεγονός ὅτι «ὅ,τι εἶναι ἀλλιώτικο ἀπ’ τις ἐμπειρίες μας, τό βλέπουμε καχύποπτα καί κάποτε τό κοροϊδεύουμε» (σ. 117). Σ’ ἕνα ἄλλο ἀπό τά ἀφηγήματα τοῦ βιβλίου ὁ συγγραφέας γράφει-περιγράφει ἕνα ὄνειρο στό ὁποῖο «ἡ Παναγία ἔρχεται ὁλοζώντανη … γέρνει χαριτωμένα τό κεφάλι καί γνέφει καταφατικά» (σ. 110). Ἐδῶ τό ἀόρατο ἔρχεται πρός τό ὁρατό, ἔστω καί στήν κατάσταση τοῦ ὀνείρου. Ἀλλά θά προσθέσει ὁ συγγραφέας παρακάτω ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός «περπατᾶ ὁλοζώντανος μέσα στόν λόγο Του και μᾶς ζωοποιεῖ» (σ. 121). Χαρακτηριστική καί ἡ χρήση τοῦ ἐπιθέτου «ὁλοζώντανος» καί στίς δύο ἀναφορές τοῦ Μ. Λεβέντη. Πάντως νομίζω ὅτι θά ἀδικοῦσε κανείς τόν συγγραφέα, ἐάν περιοριζόταν σέ μία αἰσθητική- ὑφολογική ἀνάλυση τοῦ κειμένου ἤ σέ μία ἀνίχνευση αὐτοβιογραφικῶν στοιχείων.
Στήν ποιητική κατακλείδα τοῦ μικροῦ βιβλίου ὁ συγγραφέας θέλει νά ἐλπίζει ὅτι ὁ λόγος του θά παραμείνει ὁ ἴδιος: «Συνέχισε νά συλλαβίζεις ὅσα ἐπιμένουν νά κρύβονται/ γιά ν’ ἀνθίσουν κάποιοι σπόροι τοῦ ἀνέκφραστου/ καί νά γίνουν θνητοί» (σ. 131). Μέ μία φιλοσοφική διάθεση θά ἔλεγα ὅτι ὁ συγγραφέας, μέσα ἀπό τά σύντομα καί ἁπλά ἀφηγήματά του, δείχνει ὅτι τόσο τά ὁρατά ὅσο καί τά ἀόρατα ἔχουν, θείᾳ παραχωρήσει, τήν θέση τους στήν ζωή μας. Ὁπωσδήποτε γιά νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τήν σχέση ὁρατοῦ καί ἀοράτου, θά πρέπει νά δεχθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὅτι τά ἀόρατα δέν ἀνήκουν στόν χῶρο τῆς φαντασίας ἤ τοῦ μύθου.
Τό νέο βιβλίο τοῦ συγγραφέα Μιχ. Λεβέντη μέ τίτλο Τῶν ὁρατῶν καί ἀοράτων εἶναι μία μικρή ἀποκάλυψη, κυριολεκτικά καί μεταφορικά.
Πηγή εδώ