Μέχρι πότε σηκώνω το Σταυρό μου;

wom

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Η απόφαση του γνωστού δημοσιογράφου να πεθάνει με τον τρόπο που ο ίδιος θα διάλεγε, προκειμένου να αποφύγει την «αναξιοπρέπεια» ενός τέλους επώδυνου εξαιτίας της ανίατης ασθένειάς του, συζητήθηκε αρκετά από πιστούς και μη. Επώνυμοι επαίνεσαν την απόφαση. Θεώρησαν ηρωική κίνηση τον αυτοτερματισμό της ζωής. Αρκετοί από τους φίλους του έσπευσαν να δηλώσουν ότι θα αναλάβουν αγώνα ώστε να κατοχυρωθεί το δικαίωμα της «ευθανασίας» για όσους το τέλος της ζωής τους δηλαδή είναι προδιαγεγραμμένο και αλλοτριωτικό.

Τέτοιες αποφάσεις δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν ούτε με αφορισμούς ούτε με έπαινο. Έχουν να κάνουν με την ελευθερία του ανθρώπου, με το δικαίωμά του να διαχειρίζεται τον εαυτό του όπως κρίνει. Έχουν να κάνουν με τον κόσμο και τον πολιτισμό μας, ο οποίος θεωρεί ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα διαφυλάττονται με όριο τη βλάβη των άλλων. Και η προσωπική απόφαση για «μη υποβοηθούμενη ευθανασία», όπως χαρακτηρίστηκε η αυτοκτονία του δημοσιογράφου, φαινομενικά δε βλάπτει τους άλλους.  

Η Εκκλησία, εκτός από τον σεβασμό στον άνθρωπο, δεν μπορεί παρά να θέσει τον προβληματισμό. Ο θάνατος είναι ο έσχατος σταυρός του ανθρώπου. Είναι αναπόφευκτος για όλους. Δεν έχει σημασία αν υπολογίζουμε ότι πλησιάζει η ώρα της εξόδου μας από αυτή τη ζωή ή ζούμε αμέριμνοι, ανεξαρτήτως ηλικίας. Πώς όμως αντιμετωπίζουμε τον πόνο και τον θάνατο όταν πιστεύουμε; Μέχρι πότε μπορούμε να σηκώνουμε τον σταυρό του πόνου; Έχει κάποιο νόημα να υποφέρουμε, όταν το τέλος μας είναι βέβαιο ότι είναι αναπότρεπτο;  

Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Περνά όμως από τον δρόμο της πίστης και από την σχέση με τον Χριστό. Αν πιστεύουμε, αποδεχόμαστε ότι Αυτός που έχει περάσει τον πόνο του ανθρώπου, αφού ανέλαβε την φύση μας, φθάνοντας μέχρι και τον θάνατο, είναι ο Χριστός. Μπορεί να μας κατανοήσει. Να μας δώσει δύναμη. Να μας βοηθήσει να άρουμε τον σταυρό μας με γενναιότητα και αξιοπρέπεια. Να μην γογγύξουμε από τον πόνο. Να φτάσουμε με όπλο την πίστη μέχρι το τέλος. Ακόμη κι αν το σώμα μας δυσκολεύεται, αλλοιώνεται η όψη του, οι δυνάμεις μας μάς εγκαταλείπουν, η πίστη αναπληρώνει την συντριβή του οστράκινου σκεύους μας. Μέχρι το τέλος σηκώνουμε τον σταυρό μας, διότι Αυτός που πέθανε για μας έδωσε στον καθέναν μας το φως της αιωνιότητας. Για λόγους που δεν θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε στο απόλυτο βάθος τους, διότι έχουν να κάνουν με το μέλλον της αιωνιότητας, την πρόνοια του Θεού και το θέλημά Του, υποφέρουμε. Ωστόσο, το «Κύριε ελέησον» είναι η πιο αξιοπρεπής κραυγή αγάπης που έχει ακουστεί.  

Η πλειοψηφία των νέων σήμερα διαμορφώνει τη γνώμη της όχι με κριτήριο την πίστη, αλλά τη λογική των ΜΜΕ, από τα οποία δε απαιτεί κάποιος να αποδέχονται το θέλημα του Θεού. Η «ευθανασία» το υποκαθιστά. Είναι η έσχατη έκφραση αξιοπρεπούς απόγνωσης. Προσευχόμαστε για την ανάπαυση του ανθρώπου που διάλεξε αυτό τον δρόμο, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την απόφασή του. Οι νέοι ας σκεφτούν την γενναιότητα της άρσης του σταυρού μέχρι τέλους, τα θαύματα που κάνει ο Θεός δια των αγίων Του, αλλά και την δωρεά της αιωνιότητας σε όσους υπομένουν. Η εμπιστοσύνη στο θέλημά Του τελικά γαληνεύει.