Παιδικό χτύπημα (διήγημα)
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
Θά μουν ὀκτώ-δέκα χρόνων, ὅταν παίζοντας μέ τά ἄλλα παιδιά στήν ἀγαπημένη μας ἀλάνα, ἔφαγα κατακούτελα μιά μεγάλη πέτρα. Δράστης ἡ Ἀγγελική, τό ἀγριοκόριτσο τῆς γειτονιᾶς, δυό χρόνια μεγαλύτερή μου.
Ἡ Ἀγγελική ἦταν κάπως ψηλομύτα – κόρη ἀξιωματικοῦ τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ-, πού δέν ἔχανε εὐκαιρία νά τό διαφημίζει εὐκαίρως ἀκαίρως! Ἡ οἰκογένειά της ζοῦσε πέντε στενά πιό πέρα ἀπό τόν δικό μας φτωχομαχαλᾶ, στίς ὑπώρειες ἑνός ὄμορφου λοφίσκου μέ θέα. Εἶχαν ἕνα ἀπομονωμένο διώροφο σπίτι μέ κῆπο καί συντριβάνι κι ἕνα ὑπέροχο σαλόνι.
Ὅταν ἐρχότανε μέ τίς φίλες της γιά παιχνίδι στήν ἀλάνα πού παίζαμε κι ἐμεῖς τά παιδιά τοῦ φτωχομαχαλᾶ, ἔπιανε μιά ἄκρια καί ποτέ δέν μᾶς χαιρετοῦσε. Δέν ἤμασταν τῆς σειρᾶς της – ὅπως ἔλεγε καί τό πίστευε- καί προσπαθοῦσε μέ κάθε τρόπο νά μᾶς τό δείχνει. Ὅμως ἐκεῖνο τό καλοκαιρινό ἀπογευματάκι, ὅταν εἶχε πέσει πλέον ὁ καυτός ἥλιος, εἴχαμε μαζευτεῖ ὅλα τά παιδιά τῆς γειτονιᾶς στήν ἴδια ἀλάνα καί κάτω ἀπό τή σκέπη τοῦ ἴδιου ἥλιου παίζαμε τά τρελά μας παιχνίδια καί οἱ δυνατές μας φωνές ἀντιλαλοῦσαν ὡς τήν ἀπάνω γειτονιά! Κι ἐκεῖ ἦταν πού ἔγινε τό ἀναπάντεχο.
Ἡ Ἀγγελική εἶχε δεῖ στήν τηλεόραση -τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ἑξῆντα- τότε πού ἐλάχιστα σπίτια διέθεταν τηλεόραση-, ἀγῶνες σφαιροβολίας, κάτι πού τήν ἐνθουσίασε καί θέλησε νά ἐπιδοθεῖ στό ἄθλημα μέ ἰδιαίτερο ζῆλο. Ἐκεῖ λοιπόν, πάνω στόν ἐνθουσιασμό της, ἦταν πού ἀντί γιά σφαίρα ἔριξε γιά βολή μιά μεγάλη πέτρα, σέ σχῆμα ὀβάλ, πού εἶχε φαγωμένα τά αἰχμηρά της σημεῖα. Ἡ πέτρα, ὅμως, ἀντί νά πέσει στό κενό πρίν τή δημοσιά, ξαστόχησε καί μέ πέτυχε κατακούτελα…
Στήν ἀρχή δέν πολυκατάλαβα τί εἶχε συμβεῖ. Ζαλίστηκα καί σωριάστηκα στό πολυπατημένο χῶμα τῆς ἀλάνας. Ὁ ἥλιος ἀπό σκουροκίτρινος μοῦ φαινόταν ἄλλοτε κατακόκκινος κι ἄλλοτε γαλαζοπράσινος. Ἄλλοτε πάλι πορτοκαλής μέ μεγάλες μαῦρες βοῦλες. Ὅταν πλέον ἄρχισαν νά ὑποχωροῦν τά ὄνειρα τῶν πολύχρωμων ἀποχρώσεων, ἔνιωσα τέσσερα στιβαρά ἀντρικά χέρια νά μέ μεταφέρουν σάν σέ φορεῖο, ἐνῶ κάποιο χέρι – χωρίς νά μπορῶ νά διακρίνω τό πρόσωπό του- σκούπιζε τό κατακκόκινο αἷμα πού εἶχε ποτίσει ὅλο τό πρόσωπό μου.
Ὅταν συνῆλθα ἀπό τό σόκ, διαπίστωσα μέ μεγάλη μου ἔκπληξη ὅτι καθόμουν σέ μιά ἀναπαυτική πολυθρόνα στό σαλόνι τῆς Ἀγγελικῆς. Ἡ μάνα της, ἡ κυρία Γιωργία, πανικόβλητη ἔτρεχε νά μοῦ προσφέρει τίς πρῶτες βοήθειες. Μέ προσφωνοῦσε τρυφερά «παιδί της» καί μέ ρωτοῦσε κάθε τόσο ἄν εἶμαι καλά καί ἄν ζαλίζομαι καθόλου. Μοῦ πρόσφερε μιά δροσερή πορτοκαλάδα – ὄχι τοῦ ἐμπορίου, ἀλλά μέ φυσικό χυμό, παρακαλῶ!- καί προθυμοποιήθηκε νά μοῦ φτιάξει ἕνα σάντουιτς. Ξαφνικά – γιά δές, σκέφτηκα-, ἔγινα «παιδί της», ἐνῶ πρίν μέ ἔβλεπε κι ἔκανε πώς δέν μέ ἤξερε. Κοίτα, βρέ, τί κάνει ἕνα χτύπημα καί μάλιστα κατακούτελα!
Ὅσο γιά τήν Ἀγγελική, εἶχε γίνει ἡ καλύτερή μου φίλη. Τί γλυκά λόγια μοῦ ἀράδιαζε, τί ἀπανωτές «συγγνῶμες» μοῦ ζητοῦσε, τί γκριμάτσες μετανοημένης ἁμαρτωλῆς ἔπαιρνε, δέν μπορῶ νά τίς περιγράψω.
Ἐγώ ἀντιλαμβανόμουν, βέβαια, ὅτι ὅλα αὐτά ἦταν προσποιητά, γιατί κατά βάθος ἦταν πολύ σκληρό κορίτσι. Ἁπλά, φοβήθηκε μήπως μέ τό χτύπημά της μοῦ εἶχε προκαλέσει καμία σοβαρή βλάβη πού θά εἶχε συνέπειες γι᾽αὐτήν. Ὄχι βέβαια συνέπειες ἀπό τόν νόμο, ἀλλά ἀπό τήν κατακραυγή τῆς γειτονιᾶς, μιᾶς καί ὅλα τά γειτονόπουλα –οἱ φίλοι μου- εἶχαν μαζευτεῖ στόν περίβολο τῆς αὐλῆς της μέ ἄγριες διαθέσεις πρός τό πρόσωπό της.
Ὅταν συνῆλθα ἀρκετά ἀπό τό χτύπημα, ἀπό τό ὁποῖο σημειωτέον εἶχα χάσει ἀρκετό αἶμα, ἄρχισα νά παρατηρῶ μέ περιέργεια τούς πίνακες τοῦ σαλονιοῦ τους. Ὁ ἕνας, ὁ πιό μεγάλος, ἔδειχνε ἕνα πειρατικό καράβι ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἑνετοκρατίας μέ τίς ἄγριες φάτσες τῶν πειρατῶν, πού μέ ταξίδευε σέ ἀλλοτινές ἐποχές. Ὁ δεύτερος, παρίστανε μικρά σπιτάκια μακριά τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο, μέσα σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι καί δίπλα τους εὐτραφεῖς ἀγελάδες πού ἔβοσκαν μέ τήν ἡσυχία τους. Ὁ τρίτος, κάποια κοσμοπολίτικη σύνθεση ἀπό τό Παρίσι μέ φόντο τόν Πύργο τοῦ Ἄιφελ. Πρώτη μου φορά ἔβλεπα τό Παρίσι, ἔστω καί ζωγραφιστό.
Ὅταν πέρασε κάμποση ὥρα καί τό αἶμα ἔδειχνε πώς εἶχε σταματήσει, ἦρθε καί μέ πῆρε ὁ μεγάλος μου ἀδελφός φανερά τρομοκρατημένος ἀπό τό περιστατικό. Ἡ μητέρα τῆς Ἀγγελικῆς φρόντισε νά τόν καθησυχάσει καί τοῦ εἶπε ὅτι θά περάσει τό βραδάκι ἀπό τό σπίτι μας νά δεῖ τί κάνω καί πρόσθεσε μέ ἔμφαση: «ὅ,τι χρειαστεῖ τό παιδί, θά τό ἀναλάβω ἐγώ». Ζήτησε, μάλιστα, χίλια συγγνώμη γιά τήν «ἀστοχία» τῆς κορούλας της, ὅπως εἶπε, καί μᾶς ἄνοιξε τήν πόρτα νά φύγουμε ἀποχαιρετώντας μας πολύ εὐγενικά.
Ὅταν πῆγα σπίτι, θέλησα νά ξαπλώσω γιά λίγο. Ἀπέκτησα, σκέφτηκα, μιά «γνήσια πληγή». Μέ τήν ὑπογραφή μάλιστα τοῦ ζωηροῦ καί νωποῦ ἀκόμα κατακόκκινου αἵματος. Πρώτη φορά στή ζωή μου εἶχα δεῖ τόσο πολύ αἶμα καί μάλιστα δικό μου. Θά ἦταν αὐτό τό αἷμα πολύτιμο, σκέφτηκα, μιᾶς καί τό ἐκτίμησαν δεόντως ἡ Ἀγγελική, τό ἄλλοτε ἀδιάφορο ἀγριοκόριτσο καί ἡ μητέρα της πού, ὅταν μᾶς ἔβλεπε, μᾶς σνόμπαρε ὡς κυρία καπετάνιου. Τό κόκκινο καί φρέσκο αἷμα ἀλλάζει τούς ἀνθρώπους! Τό «ρέον ἄφθονο κόκκινο αἷμα» τούς μεταμορφώνει κυριολεκτικά. Μέχρι καί μπανάνες μοῦ πρόσφεραν, ὅταν συνῆλθα ἀπό τό χτύπημα, ἕνα φροῦτο πού ἦταν σχεδόν ἄγνωστο στό φτωχικό μας διαιτολόγιο.
Μέ τόν καιρό ἡ πληγή ἐπουλώθηκε. Τό περιστατικό ξεχάστηκε ἀπό τή γειτονιά, μά κυρίως ἀπό τήν Ἀγγελική καί τή μάνα της. Αὐτό ἦταν ὅλο κι ὅλο τό ἐνδιαφέρον τους. Μετά ἡ Ἀγγελική ξανάγινε τό ἴδιο κακομαθημένο ἀγριοκόριτσο. Μέ ἔβλεπε στόν δρόμο κι ἔκανε πώς κοιτοῦσε ἀλλοῦ. Ἐμένα μοῦ ἔμεινε στό κέντρο τοῦ μετώπου μου μιά βαθιά οὐλή νά μοῦ θυμίζει τό τρανταχτερό ἐκεῖνο χτύπημα τοῦ ὄμορφου καλοκαιριάτικου ἀπογεύματος, τή σκοτοδίνη πού ἐπακολούθησε καί τούς ὄμορφους πίνακες τοῦ σαλονιοῦ. Τώρα μοῦ ἦρθαν στό νοῦ τά σοφά λόγια τῆς ποιήτριας:
«Τό περίεργο εἶναι πώς ἅμα ζουλήξεις
τό θεραπευμένο τραῦμα
πονάει τρισχειρότερα ἀπ᾽ ὅσο ὅταν
ἦταν ἐνεργό, οὐρλιάζεις, ἀκούγεσαι
στά πέρατα τοῦ χρόνου.
Καθόλου περίεργο. Ἐπιφανειακά ξεχνᾶς».*
Πράγματι, ὅταν ζουλάω τό τραῦμα στό μέτωπο, νιώθω ἕνα περίεργο πόνο, ἀλλόκοτο. Δέν βγάζω βέβαια αἷμα ζεστό καί κατακκόκινο, ἀλλά μοῦ ἔρχονται -χωρίς νά τό θέλω- στό νοῦ οἱ ἀνεξίτηλες ἀναμνήσεις ἐκείνου τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀπογεύματος, λίγο πρίν τή δύση τοῦ ἥλιου. Τότε πού ξέγνοιαστοι περιμέναμε νά βραδιάσει γιά νά σκαρφαλώσουμε στά κλαδιά τῆς πελώριας συκιᾶς πού ἔγλειφε τόν μαντρότοιχο τοῦ συνοικιακοῦ θερινοῦ σινεμά. Τότε πού προσμέναμε ν᾽ ἀνεβοῦμε σάν τά πουλάκια στά φιλόξενα κλαδιά τῆς γέρικης συκιᾶς γιά νά δοῦμε τζάμπα κάποιο καουμπόικο ἔργο ἤ καμιά ἔγχρωμη ἑλληνική ταινία.
Ἐκεῖνο τό βράδυ τό ἔχασα τό ἔργο. Εἶδα, ὅμως, ἕνα ἄλλο ἔργο, καθόλου διασκεδαστικό. Εἶδα τήν ἴδια τή ζωή καί τίς διακυμάνσεις της. Δέν τήν κακιώνω τήν Ἀγγελική, τό τρομερό αὐτό ἀγριοκόριτσο. Δέν τῆς κράτησα ποτέ κακία. Στό βάθος-βάθος μπορεῖ καί νά τήν συμπαθοῦσα κι ἄς μή μοῦ μίλαγε ὅταν μέ ἔβλεπε μετά τό χτύπημα. Ἡ ζωή μοῦ εἶχε δώσει ἕνα πολύτιμο μάθημα. Μοῦ ἔμαθε τά μαθηματικά της, πού πολλές φορές δέν κάνουν ἕνα καί ἕνα ἴσον δύο, ἀλλά καί πέντε.
Μερικές φορές σοῦ ἔρχεται «νά οὐρλιάξεις», νά πεῖς «γιατί;» καί τότε θυμᾶσαι τό θεραπευμένο τραῦμα, τό ἐπιφανειακό ἐνδιαφέρον καί τίς ὑποκριτικές συμπεριφορές καί σκέφτεσαι μέ θυμοσοφική διάθεση: Ἡ ζωή συνεχίζεται καί ἐπαναλαμβάνεται…
«Ἐπιφανειακά ξεχνᾶς»
- Ἔναυσμα γιά τήν μυθοπλασία τοῦ διηγήματος μοῦ ἔδωσε τό ποίημα τῆς Κικῆς Δημουλᾶ: «Γνήσιον», ἀπό τήν ποιητική της συλλογή: ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ, σελ. 43, ἐκδ. Ἴκαρος, 2016.